Θανάσης Τζούλης, Ανθολόγηση / μέρος γ’
–
Η γλώσσα του Αδάμ
Άνοιξε το κλουβί –το ποίημα
να ιδείς που οι λέξεις μένουν με ριζώματα
και αρμούς και ιδίως με εντελέχεια που τις ωθεί
κι όπως χύνονται από μέσα τους γλυκά νερά της γέννας
με τον πλακούντα να παραμερίζει μ’ άλλα τρύπια νέφη
γύρισε αθέατα το διακόπτη της Εκάτης
——————————–να αναδυθεί
το ποίημα φεγγαροπρόσωπο
και κάτω ο νερονόμος ποιητής ανάμεσα σε πουλολόγους
ή ο ποταμός Νείλος που με το φύσημα των νερών του
χάνουν οι αγρότες τους όχτους
γιατί η γεωμετρία του ποιήματος
έχει από μέσα της όρια
και με πέντε λέξεις και δυο ιχθείς του δάσους του
χορταίνουν οι ακτήμονες
Μόνο μην κλείνεις το κλουβί· ακούμπησε
τις χυμένες αισθήσεις σου στο άνοιγμα
κι άκουσε τι συμβαίνει στο στάβλο του το χάραμα
που η φύση ορίζεται από το φύλο της πρωτόγονα
κι η γλώσσα είναι του Αδάμ
–
Πως γέμισαν τα λόγια μας λίπος και κιρσούς
στα τελευταία παιδιά
Να σας πω πως γέμισαν τα λόγια μας λίπος και κιρσούς
Εμείς παιχνίδια δεν είχαμε κι όμως όλη τη μέρα
το παιγνίδι έτρεχε απ’ όλες τις μεριές του κορμιού μας
ως τις πιο ορεινές άκρες του που ήταν
τα απαγορευμένα δέντρα με τα μεγάλα ζώα
στις κουφάλες τους
————————————Εκεί παίζαμε το παραμύθι
με τον κόκορα στις φλέβες μας και τις φωνές του
χυμένες μέσα και το σκύλο να ορίζει το υπογάστριο
που αλυχτούσαν αλεπούδες με προβιές θηλυκές
Ύστερα κάποιος ξενοχωρίτης γέμισε τις φωνές του
με παιγνίδια μαλαματένια κι από λάστιχα και δέρματα θάμνων
βουτηγμένα σε λάδια και μπογιές
Γελάσαμε ως τ’ ακούσαμε που έβγαιναν κοπάδια
τα μαλαματένια παιγνίδια βουτηγμένα ως το λαιμό
στα λάδια για όλα τα νούμερα των χεριών
γιατί τέτοια δεν ξέραμε
———————————————–κι όμως το παιγνίδι
δεν έλειπε από το αίμα μας
με τη μαγιά του ανοιχτή στις γειτονιές
———————————————–χωρίς υπνοφύλακα
Όπως σφενδόνιζε τις φωνές μας βλέπαμε και μέλη του
———————————————————κορμιού μας
που ακολουθούσαν και τις γύριζαν στα ριζώματά τους
τίποτε να μην είναι χαλασμένο
κι όλα να έχουν την αρτιμέλειά τους
με τις φωνές μας χυμένες στις παραφυάδες τους
κι όλα ήταν στο τώρα με το μετά στα ορεινά μας
που το ακούαμε να μυρίζεται τις φλέβες μας
Το απόγευμα που ακούσαμε το σφύριγμα
και ο κόκορας χωνόταν στα ορεινά
κι έπαιρνε τη θέση του μέσα στις φλέβες μας
με το σκυλί διπλωμένο στο υπογάστριο
για το παραμύθι
——————μετρηθήκαμε
———————————λιγότεροι
κι άρχισε η μαγιά που ήταν ανοιχτή χωρίς υπνοφύλακα
να μπαγιατίζει
Έκλειναν οι κουφάλες στα δέντρα
κι ακούαμε τα σκυλιά που έσκουζαν παραχωμένα
κι όλα αυτά στο αίμα μας που έχανε τα ορεινά του
και κατέβαινε
—————-κουρεμένο
—————————-κι αχαμνό
—————————————στο
——————————————–στάβλο
Τότε τα αετόπουλα έγιναν κοτόπουλα
με τις κοιλιές τους αφημένες στα υγρά
και την έδρα τους στις δαχτυλιές
Θημωνιάζονταν τα παιγνίδια στα σπίτια
φρέσκα από τα άντερα των εργοστασίων
με προσχώσεις που γύριζαν όλους τους χυμούς μας
κι έπεφταν τα ορεινά
—————————————–Παχαίναμε μαζί τους
με τις προσχώσεις στο υπογάστριο που μας έκλειναν
κι ανάμεσα ήταν σωρός από χέρια παχιά και ανάπηρα
που χόντραιναν
——————-κάτω από γλίνες
Βλέπαμε που χάνονταν τα ορεινά μας
ανάμεσα σε ειδώλια βουτηγμένα σε λάδια
και μηχανικά πελώρια πλάσματα που κοίμιζαν το αίμα μας
ναρκωμένο στο υπνόχορτο
και γέμιζαν τα λόγια μας λίπος και κιρσούς
–
–
Δηλητήρια για τους χρονοκυνηγούς
–
Ότι γυρεύω από τα σπίτια είναι τα ούλα τους
τα γέρικα μαλακά ούλα που παραλύουν
και τρέχουν από τα λακκώματα γερασμένα βρέφη
με τις σαρμανίτσες στους ώμους τους
το κεφάλι του πατέρα μου ανοιχτό με παλιό νερό
που χύνεται προς τη μεριά μου
————————————-επιθετικό
κι η πελώρια κοιλιά της μάνας μου με οχτώ ζωνάρια
από τις γέννες της έμπα μου λέει κουνάβι μου
πατώντας τους καπνοσωρούς
————————————-αφήνωντας απ’ έξω
δηλητήρια για τους χρονοκυνηγούς
πάρε και τέσσερα σκυλιά όταν βγαίνεις για το νερό σου
τα σύννεφα είναι χοντρό χόρτο με φίδια
Και μου δείχνει τα σύνορα της κάθε μου ανάγκης
με το φόβο υφ’ ήπατος
για χωμένα ναρκοπέδια και κρυφόσκυλα
μόλις ένα παραπάτημα
—————————-έξω απ’ τα σύνορα
Εκεί είναι μου λέει η ταφόπετρα με το ψωμί σου
και τα κόκαλά μου στην κόρα του
κι απ’ έξω χόντρο χόρτο με δηλητήρια
για τους χρονοκυνηγούς
Αυτό είναι το σπίτι σου
που το δαγκώνει το χώμα ως τα μαλλιά του επικήδειου
τρόμου του
Οργιές μέσα στο χώμα είναι η γραφή των νεκρών
για την ασώματη
διαθήκη τους
Έμπα μου λέει κουνάβι μου κάτω απ’ το χώμα
πατώντας τους καπνοσωρούς
αφήνοντας απ’ έξω δηλητήρια
————————————για τους χρονοκυνηγούς
–
Ο Αισχύλος με το βράδυ γύρω του σαν περικάρπιο
Της Τατιάνας Γκρίτση Μιλλιέξ
Λένε που ο Αισχύλος ήταν πάντα του υγρός
τόσο που οι λέξεις φύτρωναν
από μέσα του κι ήταν κλεισμένος στη γη του
με παχιά ζέστη σιτηρών μέσα του
που όπου άγγιζε ήταν σύλληψη
Το απόγευμα των μύρων έπεφτε στα οργωμένα
και μυρίζονταν μ’ άλλα ζωντανά
να βρει από ποιες ζυμώσεις έρχονται οι μυρουδιές
Οι κήποι είναι για αδύναμες οσφρήσεις έλεγε
κι έβγαινε με χωματόδερμα κλεισμένος στη γη του
και με παχιά ζέστη σιτηρών μέσα του
Αλλάζω το δωμάτιο με τον πρώτο στάβλο
να βαφτίσω τις μυρουδιές τα όργανα
και τις πράξεις τους
Και μάζευαν γύρω του τα παιδιά κομμάτια από αγρούς
που έπεφταν από μέσα του με φυσική αποδέσμευση
και καινούργιους γενέθλιους ήχους
—————————————-Αφήστε το νέο μελίσσι
να κατοικήσει μέσα σας τον άκουαν
Κάποτε ακούμπησε την ασπίδα του
στα ριζώματα της μέρας κι ΕΓΡΑΦΕ
καλοτυχίζοντας τις χελώνες κι άλλα ποταμοπούλια
που χώνευαν τα αυγά τους σε εδαφοσχισμές
για να καρπίσουν σε παχιά ζέστη
Είναι τα φυτοπούλια που εμπιστεύομαι έλεγε
και πίσω από την όρθια ασπίδα του
που έπιανε τα ριζώματα της μέρας
κι έκλεινε τον ορίζοντα με φως που ΕΓΡΑΦΕ
περίμενε η νύχτα
——————–να
———————-τελειώσει
———————————τη
————————————γραφή
——————————————του
και ν’ αποσύρει την ασπίδα του με τον ορίζοντα
για να ‘ρθει γύρω του το βράδυ σαν περικάρπιο
Ο Κρατύλος ανάμεσα σε παμπάλαιες λέξεις
του Δημήτρη Παπαδίτσα
Επειδή δε φωνή τε και γλώττη και στόματι βουλόμεθα δηλούν, αρ’ ου τότε εκάστου δήλωμα ημίν έσται το από τούτων
γιγνόμενον, όταν μιμημα γένηται δια τούτων περί οτιουν;
——————————————-Πλάτων, Κρατύλος 423 b
Παμπάλαιες λέξεις που επιζούν με σπάνια ζώα
τα μόνα ολόκληρα που έχουν μέσα τα δύο φύλα μέσα τους
και τη φύση για χώρισμα
κι ανάμεσα ο Κρατύλος μ’ άλλους ονοματουργούς
γεύεται βαθιά τις φωνές
—————————-χωμένος
————————————–στο
——————————————αίμα
———————————————–του
Πόσο βαθιά μας πάει η μυρουδιά της αφής
που είμαστε υγροί από μέσα με πρωτοβρόχια ήχων λέει
νιώθω τις λέξεις στην αφή της κοιλιάς μου
με αγέλες από χαμένα ζώα που έμειναν
οι φωνές τους
——————στα ρουθούνια μου
Οι λέξεις είναι ολόκληρο υδραγωγείο
με αγρότες γύρω που το ξεσκεπάζουν
μαλάζουν τα όργανά του
και τρυγούν τα νερά του όπως το μέλι
Γνωρίζω βοσκούς που ώρες βάζουν αυτί
στο άνοιγμα του υδραγωγείου και πλάθουν λέξεις
που αν γεμίσουν με έλκη χύνονται τα νερά
και μένουν με το κορμί τους ανοιχτό
μέσα από κεφαλάρια για να γεμίσουν
όπου να τους αγγίξεις ποτίζεσαι
Μ’ ήυρε το γλυκοχάραμα σε ζεστούς τριφυλλιώνες
κι έπαιρνα μυρουδιά από μέσα
όπως η λέξη χωμένη στο ποίημα
Όπου βρίσκω τα πράγματα ταράζομαι ολόκληρος
μ’ ετοιμόγεννα πουλερικά που η ζέστη
χύνεται από τις μάζες τους
Αν τα μαλάζεις εκεί που πρέπει τα πράγματα
λύνονται στα χέρια σου με τους αδένες τους ανοιχτούς
ως τα βαθιά ζωνάρια
και ονομάζεις τα όργανά τους
Για όλους τους χυμούς να μην χύνονται είναι οι λέξεις
ριζιμιές από βαθύτερες βιολογίες
αρκεί ν’ ακούσεις την πετροπέρδικα που
———————————————–γδύνεται
με μαλακιά βροχή στο λαρύγγι της
για να ευδοκιμεί το λάλημα
και το αργυλώδες χώμα
————————–βγάζει
———————————τα
———————————–υγρά του
——————————————–στον
————————————————ύπνο
Όπου το αίμα εξέχει είναι το φύλο μας
με τις λέξεις του σε οχεία
έτσι γεμίζουμε κοιλάδες γύρω από το αίμα μας
και δίνουμε στους ήχους βιολογικά μιμήματα
το ρω τη φορά και κινήσει και σκληρότητι εοικε
το δε λάβδα τω λείω και μαλακώ
Γι αυτό ο χασάπης κλέβει τους ήχους
από το λαιμό του κατσικιού για να κρατάει
μέσα τους το μαχαίρι
Ο ποιητής είναι
—————–ο τελευταίος
——————————φαλλός
————————————–του κόσμου
και το κορμί του είναι από κυτταρολέξεις
Από εποχές με περισσότερο αίμα
σώζονται πελώρια φαλλικά σύμβολα
ναυαγισμένα στα μάτια μας
Και γυρίζει ο Κρατύλος μέσα από παμπάλαιες λέξεις
με κουφάλες στα ψαχνά τους να μας παίρνουν
από κακομοιριές μ’ άλλα χαμένα ζώα
που έμειναν
————-τα πατήματα
—————————-της
——————————-φωνής
—————————————τους
Περιμένουν τη φαλλική εποχή τους οι λέξεις
σωριασμένες στους όρμους σαν οι φώκιες του χαμένου Πρωτέα
που πνίχτηκε στα λύπη του
–
Ποιήματα που τα παίρνει νωρίς ο θεός σχεδόν αβάφτιστα και αναμάρτητα
Στο τέλος φωτίζεται το ποίημα
με αρχές μετατόπισης προς τα έξω όσο που σε κλείνουν
οι ανταύγειες
κι εκεί είναι το σημείο του Σταυρού
μην περάσεις τα οριζόμενα κι έχουμε θεομηνίες
πριν προφτάσεις τα νερά που συνέρχονται
Σίγουρα ο Ηράκλειτος θα κανοναρχούσε αλλιώς
όπως ο Αλκιβιάδης που έβλεπε επερχόμενη τη θαλασσοφαγή
και τη σχεδίαζε ανάποδα με τον εαυτό του στο κέντρο
όπως τα ποιήματα που τα παίρνει νωρίς ο Θεός
σχεδόν αβάφτιστα και αναμάρτητα
[Η γλώσσα του Αδάμ, 1982]
–
Τα σπίτια είναι οικότροφοι της τρέλας τους
Τα άδεια σπίτια αυτοκτονούν αλλιώς
σκοτώνουν ένα ένα τα όργανά τους
αλλά δε γίνονται πτώματα
ασπρίζουν από το λαιμό ως κάτω
κι άλλα είναι ψυχές άλλα φαντάσματα
άλλα ανοίγουν από κάτω την καταπαχτή
και περισσεύουν στον ορίζοντα
κι άλλοι τα λένε φυγάδες
άλλοι αυτόχειρες
κι αυτά είναι οικότροφοι της τρέλας τους
–
Τα σπίτια είναι έξω από τους τοίχους
Γι’ αυτό τα σπίτια είναι έξω από τους τέσσερις τοίχους
όπως τα ζωντανά του κατωγιού που ξενυχτούν
απλωμένα στα γειτονικότερα βουνά
κι έρχεται ο νεκρός γείτονας που τα μετράει κάθε νύχτα
φυσώντας από μέσα του μιά φλόγα
να τον γνωρίζουν και να χάνονται