Ποιητική Αλήθεια

"Γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα. Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια"

Ἀρχεῖο γιὰ τὴν κατηγορία “Θανάσης Τζούλης”

Θανάσης Τζούλης, Ανθολόγηση / μέρος γ’

Η γλώσσα του Αδάμ

Άνοιξε το κλουβί –το ποίημα

να ιδείς που οι λέξεις μένουν με ριζώματα
και αρμούς και ιδίως με εντελέχεια που τις ωθεί
κι όπως χύνονται από μέσα τους γλυκά νερά της γέννας
με τον πλακούντα να παραμερίζει μ’ άλλα τρύπια νέφη
γύρισε αθέατα το διακόπτη της Εκάτης
——————————–να αναδυθεί

το ποίημα φεγγαροπρόσωπο
και κάτω ο νερονόμος ποιητής ανάμεσα σε πουλολόγους
ή ο ποταμός Νείλος που με το φύσημα των νερών του
χάνουν οι αγρότες τους όχτους

γιατί η γεωμετρία του ποιήματος
έχει από μέσα της όρια
και με πέντε λέξεις και δυο ιχθείς του δάσους του
χορταίνουν οι ακτήμονες

Μόνο μην κλείνεις το κλουβί· ακούμπησε
τις χυμένες αισθήσεις σου στο άνοιγμα
κι άκουσε τι συμβαίνει στο στάβλο του το χάραμα
που η φύση ορίζεται από το φύλο της πρωτόγονα

κι η γλώσσα είναι του Αδάμ

 

Πως γέμισαν τα λόγια μας λίπος και κιρσούς

                          
                                                             στα τελευταία παιδιά

Να σας πω πως γέμισαν τα λόγια μας λίπος και κιρσούς

Εμείς παιχνίδια δεν είχαμε κι όμως όλη τη μέρα
το παιγνίδι έτρεχε απ’ όλες τις μεριές του κορμιού μας
ως τις πιο ορεινές άκρες του που ήταν
τα απαγορευμένα δέντρα με τα μεγάλα ζώα
στις κουφάλες τους
————————————Εκεί παίζαμε το παραμύθι
με τον κόκορα στις φλέβες μας και τις φωνές του
χυμένες μέσα και το σκύλο να ορίζει το υπογάστριο
που αλυχτούσαν αλεπούδες με προβιές θηλυκές

Ύστερα κάποιος ξενοχωρίτης γέμισε τις φωνές του
με παιγνίδια μαλαματένια κι από λάστιχα και δέρματα θάμνων
βουτηγμένα σε λάδια και μπογιές

Γελάσαμε ως τ’ ακούσαμε που έβγαιναν κοπάδια
τα μαλαματένια παιγνίδια βουτηγμένα ως το λαιμό
στα λάδια για όλα τα νούμερα των χεριών
γιατί τέτοια δεν ξέραμε
———————————————–κι όμως το παιγνίδι
δεν έλειπε από το αίμα μας
με τη μαγιά του ανοιχτή στις γειτονιές
———————————————–χωρίς υπνοφύλακα

Όπως σφενδόνιζε τις φωνές μας βλέπαμε και μέλη του
———————————————————κορμιού μας
που ακολουθούσαν και τις γύριζαν στα ριζώματά τους
τίποτε να μην είναι χαλασμένο
κι όλα να έχουν την αρτιμέλειά τους
με τις φωνές μας χυμένες στις παραφυάδες τους

κι όλα ήταν στο τώρα με το μετά στα ορεινά μας
που το ακούαμε να μυρίζεται τις φλέβες μας

Το απόγευμα που ακούσαμε το σφύριγμα
και ο κόκορας χωνόταν στα ορεινά
κι έπαιρνε τη θέση του μέσα στις φλέβες μας
με το σκυλί διπλωμένο στο υπογάστριο
για το παραμύθι
——————μετρηθήκαμε
———————————λιγότεροι

κι άρχισε η μαγιά που ήταν ανοιχτή χωρίς υπνοφύλακα
να μπαγιατίζει

Έκλειναν οι κουφάλες στα δέντρα
κι ακούαμε τα σκυλιά που έσκουζαν παραχωμένα
κι όλα αυτά στο αίμα μας που έχανε τα ορεινά του
και κατέβαινε
—————-κουρεμένο
—————————-κι αχαμνό
—————————————στο
——————————————–στάβλο

Τότε τα αετόπουλα έγιναν κοτόπουλα
με τις κοιλιές τους αφημένες στα υγρά
και την έδρα τους στις δαχτυλιές

Θημωνιάζονταν τα παιγνίδια στα σπίτια
φρέσκα από τα άντερα των εργοστασίων
με προσχώσεις που γύριζαν όλους τους χυμούς μας
κι έπεφταν τα ορεινά
—————————————–Παχαίναμε μαζί τους
με τις προσχώσεις στο υπογάστριο που μας έκλειναν
κι ανάμεσα ήταν σωρός από χέρια παχιά και ανάπηρα
που χόντραιναν
——————-κάτω από γλίνες

Βλέπαμε που χάνονταν τα ορεινά μας
ανάμεσα σε ειδώλια βουτηγμένα σε λάδια
και μηχανικά πελώρια πλάσματα που κοίμιζαν το αίμα μας
ναρκωμένο στο υπνόχορτο

και γέμιζαν τα λόγια μας λίπος και κιρσούς

Δηλητήρια για τους χρονοκυνηγούς

Ότι γυρεύω από τα σπίτια είναι τα ούλα τους
τα γέρικα μαλακά ούλα που παραλύουν
και τρέχουν από τα λακκώματα γερασμένα βρέφη
με τις σαρμανίτσες στους ώμους τους
το κεφάλι του πατέρα μου ανοιχτό με παλιό νερό
που χύνεται προς τη μεριά μου
————————————-επιθετικό
κι η πελώρια κοιλιά της μάνας μου με οχτώ ζωνάρια
από τις γέννες της έμπα μου λέει κουνάβι μου
πατώντας τους καπνοσωρούς

————————————-αφήνωντας απ’ έξω

δηλητήρια για τους χρονοκυνηγούς
πάρε και τέσσερα σκυλιά όταν βγαίνεις για το νερό σου
τα σύννεφα είναι χοντρό χόρτο με φίδια

Και μου δείχνει τα σύνορα της κάθε μου ανάγκης
με το φόβο υφ’ ήπατος
για χωμένα ναρκοπέδια και κρυφόσκυλα
μόλις ένα παραπάτημα
—————————-έξω απ’ τα σύνορα

Εκεί είναι μου λέει η ταφόπετρα με το ψωμί σου
και τα κόκαλά μου στην κόρα του
κι απ’ έξω χόντρο χόρτο με δηλητήρια

για τους χρονοκυνηγούς

Αυτό είναι το σπίτι σου
που το δαγκώνει το χώμα ως τα μαλλιά του επικήδειου
τρόμου του

Οργιές μέσα στο χώμα είναι η γραφή των νεκρών
για την ασώματη
διαθήκη τους

Έμπα μου λέει κουνάβι μου κάτω απ’ το χώμα
πατώντας τους καπνοσωρούς
αφήνοντας απ’ έξω δηλητήρια
————————————για τους χρονοκυνηγούς

Ο Αισχύλος με το βράδυ γύρω του σαν περικάρπιο

                                         Της Τατιάνας Γκρίτση Μιλλιέξ

Λένε που ο Αισχύλος ήταν πάντα του υγρός
τόσο που οι λέξεις φύτρωναν
από μέσα του κι ήταν κλεισμένος στη γη του
με παχιά ζέστη σιτηρών μέσα του
που όπου άγγιζε ήταν σύλληψη

Το απόγευμα των μύρων έπεφτε στα οργωμένα
και μυρίζονταν μ’ άλλα ζωντανά
να βρει από ποιες ζυμώσεις έρχονται οι μυρουδιές

Οι κήποι είναι για αδύναμες οσφρήσεις έλεγε
κι έβγαινε με χωματόδερμα κλεισμένος στη γη του
και με παχιά ζέστη σιτηρών μέσα του

Αλλάζω το δωμάτιο με τον πρώτο στάβλο
να βαφτίσω τις μυρουδιές τα όργανα
και τις πράξεις τους

Και μάζευαν γύρω του τα παιδιά κομμάτια από αγρούς
που έπεφταν από μέσα του με φυσική αποδέσμευση
και καινούργιους γενέθλιους ήχους

—————————————-Αφήστε το νέο μελίσσι
να κατοικήσει μέσα σας τον άκουαν

Κάποτε ακούμπησε την ασπίδα του
στα ριζώματα της μέρας κι ΕΓΡΑΦΕ
καλοτυχίζοντας τις χελώνες κι άλλα ποταμοπούλια
που χώνευαν τα αυγά τους σε εδαφοσχισμές
για να καρπίσουν σε παχιά ζέστη

Είναι τα φυτοπούλια που εμπιστεύομαι έλεγε
και πίσω από την όρθια ασπίδα του
που έπιανε τα ριζώματα της μέρας
κι έκλεινε τον ορίζοντα με φως που ΕΓΡΑΦΕ
περίμενε η νύχτα
——————–να
———————-τελειώσει
———————————τη
————————————γραφή
——————————————του
και ν’ αποσύρει την ασπίδα του με τον ορίζοντα
για να ‘ρθει γύρω του το βράδυ σαν περικάρπιο

Ο Κρατύλος ανάμεσα σε παμπάλαιες λέξεις

                                                     του Δημήτρη Παπαδίτσα

  Επειδή δε φωνή τε και γλώττη και στόματι βουλόμεθα δηλούν, αρ’ ου τότε εκάστου δήλωμα ημίν έσται το από τούτων
   γιγνόμενον, όταν μιμημα γένηται δια τούτων περί οτιουν;
——————————————-Πλάτων, Κρατύλος 423 b

Παμπάλαιες λέξεις που επιζούν με σπάνια ζώα
τα μόνα ολόκληρα που έχουν μέσα τα δύο φύλα μέσα τους
και τη φύση για χώρισμα

κι ανάμεσα ο Κρατύλος μ’ άλλους ονοματουργούς
γεύεται βαθιά τις φωνές
—————————-χωμένος
————————————–στο
——————————————αίμα
———————————————–του

Πόσο βαθιά μας πάει η μυρουδιά της αφής
που είμαστε υγροί από μέσα με πρωτοβρόχια ήχων λέει
νιώθω τις λέξεις στην αφή της κοιλιάς μου
με αγέλες από χαμένα ζώα που έμειναν
οι φωνές τους
——————στα ρουθούνια μου

Οι λέξεις είναι ολόκληρο υδραγωγείο
με αγρότες γύρω που το ξεσκεπάζουν
μαλάζουν τα όργανά του

και τρυγούν τα νερά του όπως το μέλι

Γνωρίζω βοσκούς που ώρες βάζουν αυτί
στο άνοιγμα του υδραγωγείου και πλάθουν λέξεις
που αν γεμίσουν με έλκη χύνονται τα νερά
και μένουν με το κορμί τους ανοιχτό
μέσα από κεφαλάρια για να γεμίσουν

όπου να τους αγγίξεις ποτίζεσαι

Μ’ ήυρε το γλυκοχάραμα σε ζεστούς τριφυλλιώνες
κι έπαιρνα μυρουδιά από μέσα
όπως η λέξη χωμένη στο ποίημα

Όπου βρίσκω τα πράγματα ταράζομαι ολόκληρος
μ’ ετοιμόγεννα πουλερικά που η ζέστη
χύνεται από τις μάζες τους

Αν τα μαλάζεις εκεί που πρέπει τα πράγματα
λύνονται στα χέρια σου με τους αδένες τους ανοιχτούς
ως τα βαθιά ζωνάρια

και ονομάζεις τα όργανά τους

Για όλους τους χυμούς να μην χύνονται είναι οι λέξεις
ριζιμιές από βαθύτερες βιολογίες
αρκεί ν’ ακούσεις την πετροπέρδικα που
———————————————–γδύνεται

με μαλακιά βροχή στο λαρύγγι της
για να ευδοκιμεί το λάλημα
και το αργυλώδες χώμα
————————–βγάζει
———————————τα
———————————–υγρά του
——————————————–στον
————————————————ύπνο

Όπου το αίμα εξέχει είναι το φύλο μας
με τις λέξεις του σε οχεία
έτσι γεμίζουμε κοιλάδες γύρω από το αίμα μας
και δίνουμε στους ήχους βιολογικά μιμήματα
το ρω τη φορά και κινήσει και σκληρότητι εοικε
το δε λάβδα τω λείω και μαλακώ

Γι αυτό ο χασάπης κλέβει τους ήχους
από το λαιμό του κατσικιού για να κρατάει
μέσα τους το μαχαίρι

Ο ποιητής είναι
—————–ο τελευταίος
——————————φαλλός
————————————–του κόσμου

και το κορμί του είναι από κυτταρολέξεις

Από εποχές με περισσότερο αίμα
σώζονται πελώρια φαλλικά σύμβολα
ναυαγισμένα στα μάτια μας

Και γυρίζει ο Κρατύλος μέσα από παμπάλαιες λέξεις
με κουφάλες στα ψαχνά τους να μας παίρνουν
από κακομοιριές μ’ άλλα χαμένα ζώα
που έμειναν
————-τα πατήματα
—————————-της
——————————-φωνής
—————————————τους

Περιμένουν τη φαλλική εποχή τους οι λέξεις
σωριασμένες στους όρμους σαν οι φώκιες του χαμένου Πρωτέα
που πνίχτηκε στα λύπη του

Ποιήματα που τα παίρνει νωρίς ο θεός σχεδόν αβάφτιστα και αναμάρτητα

Στο τέλος φωτίζεται το ποίημα
με αρχές μετατόπισης προς τα έξω όσο που σε κλείνουν
οι ανταύγειες

κι εκεί είναι το σημείο του Σταυρού
μην περάσεις τα οριζόμενα κι έχουμε θεομηνίες
πριν προφτάσεις τα νερά που συνέρχονται

Σίγουρα ο Ηράκλειτος θα κανοναρχούσε αλλιώς
όπως ο Αλκιβιάδης που έβλεπε επερχόμενη τη θαλασσοφαγή
και τη σχεδίαζε ανάποδα με τον εαυτό του στο κέντρο

όπως τα ποιήματα που τα παίρνει νωρίς ο Θεός
σχεδόν αβάφτιστα και αναμάρτητα

[Η γλώσσα του Αδάμ, 1982]

Τα σπίτια είναι οικότροφοι της τρέλας τους

Τα άδεια σπίτια αυτοκτονούν αλλιώς
σκοτώνουν ένα ένα τα όργανά τους
αλλά δε γίνονται πτώματα

ασπρίζουν από το λαιμό ως κάτω
κι άλλα είναι ψυχές άλλα φαντάσματα
άλλα ανοίγουν από κάτω την καταπαχτή

και περισσεύουν στον ορίζοντα

κι άλλοι τα λένε φυγάδες
άλλοι αυτόχειρες

κι αυτά είναι οικότροφοι της τρέλας τους

Τα σπίτια είναι έξω από τους τοίχους

Γι’ αυτό τα σπίτια είναι έξω από τους τέσσερις τοίχους
όπως τα ζωντανά του κατωγιού που ξενυχτούν
απλωμένα στα γειτονικότερα βουνά
κι έρχεται ο νεκρός γείτονας που τα μετράει κάθε νύχτα
φυσώντας από μέσα του μιά φλόγα

να τον γνωρίζουν και να χάνονται

[Και γάμον Έβρου του ποταμού, 1996]

Θανάσης Τζούλης, Ανθολόγηση / μέρος β’

Ο ποιητής κρύβει φόνους κουναβιών

Κάτω από τη χλόη των άκρων του και τις βροχές
και κυρίως στις κουφάλες του υπογάστριου
ο ποιητής κρύβει φόνους κουναβιών
που θα συντελεστούν στις αμοιβές του χειμώνα

γιατί ένας ποιητής μ’ ανοιχτά σπλάχνα
είναι τόπος παγιδευμένος απ’ τους κυνηγούς

όπως και κάθε πηγή μες στους δρυμούς

 

Είναι αδύνατο να συνηθίσω πως πέθανες σ’ όλες τις λέξεις

Γεμίζουν τρίχωμα τα πράγματα στις γωνίες
που έχασαν τη λαβή σου
και λέω να πάρω τις συνήθειές σου
σιτεμένες μέσα μου
———————και σκεύη που βήχουν

αζήτητα νυχτωμένα στο λαιμό μας
και να τα φέρω κάτω από το χώμα σου
με τις ζυμώσεις σου ανοιχτές
και τα χνότα σου
————————–να με οργώνουν

γιατί είναι αδύνατο να συνηθίσω
πως πέθανες σ’ όλες τις λέξεις

Μαγειρεία δίπλα στα γραφεία τελετών

Τα μαγειρεία δίπλα στα γραφεία τελετών με μεσότοιχο
Λένε που οι νεκροί με βραδινά σκουτέλια
δοκιμάζουν όλα τα φαγητά

Μου έτυχε να μην ξέρω αν έχω
στην απέναντι καρέκλα μου νεκρό ή ζωντανό
τρώμε και καπνίζουμε με το ίδιο ύφος
όταν κουραζόμαστε βγάζουμε το κεφάλι
και το ακουμπάμε στο τραπέζι
Γεμίζουν τα τραπέζια κεφάλια στη σειρά
τα κορμιά είναι από κάτω πεσμένα
για να ξεκουράζονται
βγάζοντας το μαύρο μάρμαρο για ν’ αλαφρώσουν
–Κρεμάστρες για τα κεφάλια σας κύριοι
κι από μια γαβάθα για το αίμα σας
λέει το γκαρσόν περνώντας κάτω από τα τραπέζια

Συχνά μου τυχαίνει να μην ξέρω
αν έχω απέναντί μου νεκρό ή ζωντανό
και τον γυμνώνω με βουβά ερωτήματα
το ίδιο σίγουρα κάνει κι αυτός
κι ούτε ξέρει αν γυρίζω σπίτι μου
————————————- –ή
——————————————-στον
—————-————————————–τάφο
με τον ίδιο μεσότοιχο
ούτε κι εγώ ξέρω

Έχουμε όλοι τα ίδια κλειδιά
μεγάλα στην άκρη και παχιά σαν τα μάτια της κουκουβάγιας
μόνο για τη νύχτα

Το ίδιο γίνεται κι αν αλλάξουμε σακάκια
ακόμα και τις γυναίκες μας

που συμβαίνει να κοιμούνται με νεκρούς
μετά το δείπνο

ή να μην ξέρουμε

όπως συχνά γίνεται στα ποιήματά μου

Αλλάζουν σπιτόδερμα

Ξενοδουλεύω για να καθαρίζω τα ίχνη των νεκρών
από σπίτι σε σπίτι με αμοιβές
και κρύβομαι στη νεκρόπορτα μην καταλάβουν
που γεμίζω λειχήνες και βυθούς τους πόρους μου
για να ρουφώ νωπές φωνές ασκούπιστες στα σκεύη
και πιο πολύ στις βαθιές κοιλιές του σπιτιού
που χώνονται σε γλίνες για να κλωσούν

ή αλλάζουν σπιτόδερμα να κρύβονται

[Αμφίβια, 1980]

Να βοτανίσω

Να βοτανίσω τη φωνή μου από τους ήχους των νεκρών
και προπαντός από τους ήχους των ποιητών

Καστανόχωμα για τα νεκροταφεία

Αγοράζουμε καστανόχωμα για τα νεκροταφεία

διαβάζουμε μπαίνοντας στα Γιάννενα από το νότο
με τον Αι – Γιάννη και την ομίχλη του
να κρύβει τ’ απόκρυφα των πεθαμένων

Άλλοι λένε λόγια παλαβά·
Πως η γραφή δεν είναι από ζωντανούς
και το χώμα ξενιτεύτηκε στη Βλαχιά
από τον καιρό του Ρόβα

Απ’ έξω μουλάρια φορτωμένα
που κατηφόρισαν από τη Λίπα και τη Δωδώνη
πουλούνε μάλλινα για τους νεκρούς
και ζέστη από παλιά χαλκουργεία
που αντέχει ακόμα στο κάλπικο κλίμα

Παράξενα που παχαίνουν τα σπίτια
όταν μένουν μόνα
λένε από μακριά οι πεθαμένοι
Αποθηκεύουν το λίπος τους
για ν’ αντέχουν στην ερημιά
με τα χαμένα μουλάρια

[Απόγευμα των μύρων, 1977]

Στην τελευταία παράγραφο του φεγγαριού

Τη νύχτα που αποκόβονταν το φεγγάρι από το γάλα του
και το αμπέλι μου έπεφτε στο μαλλί του
έβλεπα ένα απολιθωμένο παιδί
να παλεύει με το ποταμόσκυλο γύρω από ένα κόκαλο
ή κάτι σαν τέτοιο από παλιά παράγραφο
που είναι χαμένο το άλλο κείμενο
Στην αρχή τους πήρα για φίλους το λιγότερο
που έπαιζαν γύρω από ένα μαντήλι
ύστερα πήγα να βοηθήσω το παιδί που ήταν χωρίς κεφάλι
κι ανάβρυζαν τα λόγια του από τις πλάτες
δεν ήξερα ακριβώς από πού στάλαζαν
το είδα να φεύγει με το κόκαλο στο χέρι

Είναι η γλώσσα μου ούρλιαζε

και χτυπιόταν σαν το κοτσύφι στο αμπέλι
να σηκώσει κουρνιαχτό γύρω να μην το δουν
κι άνοιγε γούρνα μ’ ένα κουταλάκι
στην τελευταία παράγραφο του φεγγαριού
ή αλλιώς στη χάση του

[Ρινόκεροι, 1975]

Θανάσης Τζούλης, Ανθολόγηση / μέρος α’

Το σκοτωμένο πουλί

Υπάρχουν δρόμοι χωρίς τέρμα
που γλιστρά η νύχτα το κορμί της.
Υπάρχουν δρόμοι μ’ ένα στύλο
και μ’ ένα πουλί σκοτωμένο
στο κρανίο του.
Το σκοτεινό φεγγάρι
κατάπιε όλη τη νύχτα
κι’ αυτός ο στύλος είναι ορόσημο του δρόμου.
Αρχίσαμε από τα μάτια μας,
μην πουληθούμε στους δρόμους
στο πρώτο καραβάνι που θα βρούμε.
Άλλοτε οι δρόμοι είχαν τέρματα.
Μα τα πρόσωπα είναι στραμμένα στον τοίχο
κι’ από τα χέρια τους πέφτουν
δυό απαγχονισμένοι
μέσα στη νύχτα.

 

Τα κουπιά των νεκρών

Οι νεκροί
σκίζουν το καταπέτασμα
του σπιτιού μας.
Κρεμάστε τα πορτραίτα
και μη βροντάτε
τα έπιπλα.
Τα νερά είναι ζεστά από το σώμα τους.
Μη βροντάτε τα χέρια
και φαίνονται άδεια.
Οι νεκροί πέφτουν από τα σύννεφα
και γεμίζουν το σπίτι μας,
τα νερά στάθηκαν έκπληκτα στην πόρτα,
δεν άφησαν ακόμα την κραυγή τους.
μες στα νερά χάσαμε τα πόδια μας,
κρατείστε τα κουπιά των νεκρών.

Ανακομιδή

Όλη τη νύχτα έχανες τα δόντια σου –
μου χρειαζόταν αυτό το εμπόδιο.
Πλύνε το χώμα απ’ το κορμί σου,
δεν έχεις ούτε νύχτα, ούτε μέρα στο κορμί σου
όσο να βυθιστείς μες στο πηγάδι.
Τράβηξε το κορμί σου απ’ το κρεβάτι,
δεν έφυγες από τα δέντρα με τις εποχές
που είχαν τα χορτάρια αίμα.
Ανάμεσα απ’ τα μέλη σου
δεν είναι μέρος για το σπαραγμό,
δεν κάρπισαν τα μάτια σου να πω πως σώθηκες
με τη νωχέλεια στους δείχτες του ωρολογιού.
Μάσε το κορμί σου απ’ το κρεβάτι
και μεσ’ από τα κόκκαλά σου
την οδύνη μου

Οι πέτρες και ο χρόνος  (Απόσπασμα)
ΧΙ


Κάηκ’ η ζωή μας και γίναμε ποίηση.
Κλείστε τα παράθυρα.
Μόνο η φωνή ας βροντάει
σαν το σκυλί μέσα στις θύελλες.

[Σπόνδυλοι, 1961]

 Η αρκούδα

Η αρκούδα που κυνηγά τον άνθρωπο
ποιος ξέρει αν δεν ήταν άνθρωπος
και φοβάται μη ξαναγίνει;

Ο φόβος

Στη χαμηλότερη άκρη του ύπνου μας
μαζευτήκαμε και κλάψαμε

Τη νύχτα τα όνειρα ξεκλειδώνουν την πόρτα
και κουβαλούν στο σπίτι μας νεκρούς
κι ύστερα βγάζουν τα κεραμίδια του σπιτιού
να κατεβεί ο Χριστός στο άδειο σπίτι
να τον σπαράξει ο φόβος μας
γιατί είναι η δική του σειρά
να πιστέψει σε μας
απόψε και την άλλη νύχτα και την άλλη

Το πρωί οι νεκροί είναι στην ίδια κουβέρτα
και κρύβουν με τα χέρια το χτυπημένο κορμί
μη φοβηθούμε και τους κλείσουμε έξω από το σπίτι
όταν ο αέρας ρίχνει τα κλειδιά από τις πόρτες

Στη χαμηλότερη άκρη του ύπνου μας
μαζευτήκαμε και κλάψαμε

Την ίδια ώρα η μάνα
φοβερίζει το πεθαμένο παιδί
να μη γυρίσει σπίτι αυτή τη νύχτα
θα το χτυπήσουν στην ίδια μεριά

Πώς να δηλώσουμε τους νεκρούς
να τους σώσουμε και να σωθούμε;

Στη χαμηλότερη άκρη του ύπνου μας
μαζευτήκαμε και κλάψαμε
κρατήσαμε τον ύπνο να κρυφτούμε στο μαλλί του
να ξεφύγουμε από το φόβο
που περιμένει στη πόρτα μονόφθαλμος

Πριν από την τελευταία ώρα
η μάνα διώχνει τους νεκρούς από την καταπαχτή
κι αυτοί γυρίζουν μαζεύοντας τις πατημασιές μας
γιατί φοβούνται πως χαθήκαμε
την ώρα που ο αέρας ρίχνει τα κλειδιά από τις πόρτες

Πώς να δηλώσουμε τους νεκρούς
να τους σώσουμε και να σωθούμε;

Στη χαμηλότερη άκρη του ύπνου μας
μαζευτήκαμε και κλάψαμε

[Ισθμός, 1975]

Περιήγηση ἄρθρων