Ποιητική Αλήθεια

"Γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα. Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια"

Ἀρχεῖο γιὰ τὴν κατηγορία “J.R.R. Tolkien”

J.R.R. Tolkien – Το Ταξίδι του Εαρέντελ, του Άστρου του Δειλινού

Αυτό είναι το πρώτο ποίημα που γράφτηκε από τον Τόλκιν σχετικά με τον φανταστικό χαρακτήρα Eärendil(Εαρέντελ), τον ξακουστό ταξιδιώτη που στη μυθολογία της Μέσης Γης κουβαλούσε το άστρο του δειλινού στο μέτωπό του.

Ενδιαφέρουσα είναι η προέλευση του ονόματος από την Αγγκλο – Σαξονική λέξη Éarendel, ένα όνομα που συνδέεται με το φωτεινότερο αστέρι Ρίγκελ(Rigel) στον αστερισμό του Ωρίωνα(Orion).Μεταγενέστερα, σημαντικό αστέρι της ναυτιλίας, αποτελώντας έτσι μια καλή έμπνευση για το όνομα του μεγαλύτερου θαλασσοπόρου ήρωα του Τόλκιν.Αλλά ακόμα και πέρα από αυτές τις συσχετίσεις, το ποίημα είναι πάρα πολύ όμορφο, ένα καταπληκτικό δείγμα μυθοποιίας.  

 

J.R.R. Tolkien

Ο Εαρέντελ ξεπρόβαλε εκεί που ρέει η σκιά
στο σιωπηλό το χείλος του Ωκεανού.
Σαν αχτίδα φωτός μεσ’ από το στόμα της νυκτός,
εκει που οι ακτές είναι καθαρές και αμυδρές
άραξε τη βάρκα του σαν ασημένια σπίθα.
Απ’ την τελευταία και μονάχη άμμο,
έπειτα στην ηλιόλουστη αναπνοή του φλογερού θανάτου της ημέρας
εξέπλευσε απ’ το Βέστερλαντ.

Βελόνιασε τον προορισμό του στο επαύριο.
απ’ τη λάμψη του Ηλίου,
και περιπλανήθηκε μακριά πολύ στο παρελθόν τ’ αστέρι
στην αστραφτερή του τη γαλέτα.
Στη συνάθροιση της παλίρροιας στου σκοταδιού τη βόλτα
ο στολίσκος τ’ ουρανού,
διακοσμεί τη νύχτα με τα φωτεινά πανιά του
καθώς το ρεύμα των αστεριών περνά.

Αγνοηθής περνά γρήγορα τα πλοία,
και με το δύστροπό του πνεύμα στροβιλήστηκε
σε μια ‘τέλειωτη αναζήτηση στη σκοτεινή τη Δύση
στο περιθώριο του κόσμου.
Και βιαστικά περνώντας στη στολισμένη τη φθορά
και το σούρουπο οπόθεν ήρθε
με την φλεγόμενη καρδιά και την λαμπρή την πεθυμιά
Και το πρόσωπο ασημένια φλόγα.

Το Πλοίο της Σελήνης γρήγορα απ’ την Ανατολή θα ‘ρθει.
Απ’ τον Όρμο του Ηλίου,
που οι λευκές του πύλες φωτοβολούν στην ερχόμενη δέσμη
του δυνατού αργύρου.
Με διογκωμένα σύννεφα για σάβανα του σκάφους
άγκυρα αράζει κάτω από το σκοτάδι,
και με λαμπυρίζοντα κουπιά αφήνει τις ανείπωτες ακτές
μες στη ξύλινη – ασημένια βάρκα του.

Κι έπειτα ο Εαρέντελ έτρεξε απ’ αυτόν το φόβο του Βαρκάρη
Πέρα απ’ της μαύρης γης το χλώμιασμα ,
και πίσω κάτω απ’ το χείλος του σιωπηλού Ωκεανού.
και πίσω απ’ το πανί του κόσμου.
Και άκουσε τη χαρά του λαού της γης
και τα δάκρυά τους καθώς έπεφταν,
καθώς ο κόσμος έπεφτε πίσω σε ένα νεφελώδες ναυάγιο
στο ταξίδι του όλα αυτά τα χρόνια.

Κατόπιν φωτισμένος πέρασε στο άναστρο απέραντο
σαν λαμπτήρας στη θάλασσα
και πέρα απ’ τη γνώση των θνητών ανθρώπων.
Ορίζει τη μοναχική του περιπλάνηση,
κυνηγώντας τον Ήλιο στη γαλέρα του
κατευθείαν στον αδιάβατο ουράνιο θόλο,
μέχρις ότου το φως του πάλιωσε στις κρύες τις αβύσσους.
Και η διακαής φλόγα του ξοδεύτηκε.


Μετάφραση: Κ. Αντνωνίου

 

 

Το πρωτότυπο:

Eärendel arose where the shadow flows
At Ocean’s silent brim;
Through the mouth of night as a ray of light
Where the shores are sheer and dim
He launched his bark like a silver spark
From the last and lonely sand;
Then on sunlit breath of the day’s fiery death
He sailed from Westerland.

He threaded his path o’er the aftermath
Of the splendour of the Sun,
And wandered far past many a star
In his gleaming galleon.
On the gathering tide of darkness ride
The argosies of the sky,
And spangle the night with their sails of light
As the streaming star goes by.

Unheeding he dips past these twinkling ships,
By his wayward spirit whirled
On an endless quest through the darkling West
O’er the margin of the world;
And he fares in haste o’er the jewelled waste
And the dusk from whence he came
With his heart afire with bright desire
And his face in silver flame.

The Ship of the Moon from the East comes soon
From the Haven of the Sun,
Whose white gates gleam in the coming beam
Of the mighty silver one.
Lo! with bellying clouds as his vessel’s shrouds
He weighs anchor down the dark,
And on shimmering oars leaves the blazing shores
In his argent-timbered bark.

Then Éarendel fled from that Shipman dread
Beyond the dark earth’s pale,
Back under the rim of the Ocean dim,
And behind the world set sail;
And he heard the mirth of the folk of earth
And the falling of their tears,
As the world dropped back in a cloudy wrack
On its journey down the years.

Then he glimmering passed to the starless vast
As an isléd lamp at sea,
And beyond the ken of mortal men
Set his lonely errantry,
Tracking the Sun in his galleon
Through the pathless firmament,
Till his light grew old in abysses cold
And his eager flame was spent.

The Book of Lost Tales 2, pages 271-3

“On an endless quest through the darkling West…”

 

Περιήγηση ἄρθρων